κελλοβιόζη

κελλοβιόζη
η
(βιοχ.) διολοζίτης που σχηματίζεται κατά την υδρόλυση τής κυτταρίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cellobiose < cell (o)- (< cellulose < cellule < λατ. cellula < cella + -ose) + biose (< bi- [< λατ. bi-] + -ose].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δισακχαρίτες — Οργανικές ενώσεις που ανήκουν στην τάξη των σακχάρων. Οι δ. περιέχονται στις ρίζες, στα στελέχη και στους σπόρους πολλών φυτών, σε ποσότητα που κυμαίνεται· ζωικής προέλευσης είναι η γαλακτόζη, που περιέχεται στο γάλα των θηλαστικών. Οι δ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • Σκράουπ, Ζντένκο Χανς — (Scraup). Αυστριακός Χημικός (1850 1910). Διατέλεσε καθηγητής της Ανώτατης Τεχνικής Σχολής του Γκρατς και του πανεπιστήμιου της Βιέννης. Οι κυριότερες εργασίες του αναφέρονται στο πρόβλημα της δομής και της σύνθεσης των αλκαλοειδών της ομάδας της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”